- κινητός
- -ή, -ό (ΑΜ κινητός, -ή, -όν Α θηλ. και -ός) [κινώ]1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι τεράστια» β. «κινητό συνεργείο αιμοληψίας» γ. «κινητή οὐσία», Κώδ. Ιουστιν.δ. «εἰκὼ δ' ἐπινοεῑ κινητόν τινα αἰῶνος ποιῆσαι», Πλάτ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κινητάη περιουσία που συνίσταται μόνο σε χρήματα ή γενικά αντικείμενα, σε αντιδιαστολή με τα ακίνητανεοελλ.φρ. α) «κινητή εορτή» — θρησκευτική γιορτή τής οποίας η ημερομηνία είναι μεταθετή («το Πάσχα είναι κινητή εορτή»)β) «κινητός πληθυσμός» — πληθυσμός μη μόνιμος, πληθυσμός που διαμένει προσωρινά σε ένα μέροςγ) «κινητές αξίες» — χρηματιστηριακοί τίτλοι, μετοχές κ.ά.αρχ.αυτός που υπόκειται σε αλλοίωση.
Dictionary of Greek. 2013.